εξαγνίζω

εξαγνίζω
[αγνίζω]
καθιστώ κάποιον και πάλι αγνό, καθαρίζω από ηθικό παράπτωμα ή έγκλημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαγνίζω — εξαγνίζω, εξάγνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαγνίζω — εξάγνισα, εξαγνίστηκα, εξαγνισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον αγνό, τον καθαρίζω από την ηθική ρύπανση, τον ηθικοποιώ, τον εξαγιάζω. 2. καθαρίζω την ηθική ρύπανση, που προέρχεται από εγκλήματα: Πρέπει της μητέρας του το φόνο να εξαγνίσει (Ι. Γρυπάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαγνεύω — ΝΜΑ 1. εξαγνίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (με ειδ. εκκλ. σημ.) εξαγνίζω με τη διαδικασία τής αποχής και τής νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἁγνεύω «είμαι αγνός, εξαγνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… …   Dictionary of Greek

  • προαφαγνίζω — Α εξαγνίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀφαγνίζω «εξαγνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προεκκαθαίρω — Α καθαρίζω εντελώς, εξαγνίζω προηγουμένως (α. «γῆν προεκκαθαίρειν», Ιώσ. β. «τῇς ψυχῆς δικαιοσύνη προεκκεκαθαρμένης», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκαθαίρω «καθαρίζω εντελώς, εξαγνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προφοιβώ — άω, Α 1. καθαίρω, εξαγνίζω προηγουμένως 2. μέσ. προφοιβῶμαι, άομαι προλέγω το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φοιβῶ «καθαίρω, εξαγνίζω, προμαντεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαθαίρω — Α εξαγνίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαίρω «εξαγνίζω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αγίζω — ἁγίζω (Α) 1. καθαγιάζω, εξαγνίζω (κυρίως προσφέροντας θυσία) 2. μεσ. αντί ἅζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα τών λέξεων ἄγος, ἐναγής, αλλά συνδέθηκε με το ἅγιος και δασύνθηκε. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστύς, ἁγιστεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”